σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek
μεσοϊνοσιτόλη — η (βιοχ.) βιταμίνη τής ομάδας Β που έχει τον ίδιο τύπο με τις εξόζες και αποτελεί αυξητικό παράγοντα τής ζύμης και ορισμένων τρωκτικών, ενώ στον άνθρωπο συνιστά έναν λιποτρόπο παράγοντα, αλλ. βιταμίνη Β7 … Dictionary of Greek
εξίτες — Εξασθενείς άκυκλες αλκοόλες με χημικό τύπο CH2OH – (CHOH)4CH2OH. Είναι άχρωμες κρυσταλλικές ουσίες, με γλυκιά γεύση, αδιάλυτες στον αιθέρα και εύκολα διαλυτές στο νερό και στην αλκοόλη. Έχουν τέσσερα ασύμμετρα άτομα άνθρακα, βρίσκονται σε δέκα… … Dictionary of Greek
επιμερές — Ονομασία των ισομερών με το χαρακτηριστικό ότι η διάταξη στον χώρο του ατόμου υδρογόνου και του υδροξυλίου σε ένα από τα άτομα άνθρακα έχει αναστραφεί, για παράδειγμα, –HCOH– και –OHCH–. Η εμφάνιση ε. είναι συνηθισμένη σε σάκχαρα που το μόριό… … Dictionary of Greek
μονοσακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις της τάξης των υδατανθράκων. Οι μ. που συναντιούνται στη φύση περιέχουν πέντε ή έξι άτομα άνθρακα (πεντόζες ή εξόζες) και έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ή κετονική ομάδα, μαζί με αλκοολικές ομάδες. Είναι ουσίες κρυσταλλικές,… … Dictionary of Greek
πεντόζες — Οργανικές ενώσεις, μονοσακχαρίτες (σάκχαρα), οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό τύπο C5H10O5 και περιέχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, άχροες, με γλυκιά γεύση. Οι π. είναι ανάλογες με τις εξόζες* και διακρίνονται … Dictionary of Greek