εξόζες

εξόζες
Υδατάνθρακες του γενικού τύπου C6H12O6. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία έξι ατόμων άνθρακα στο μόριό τους. Υποδιαιρούνται σε αλδόζες και κετόζες, ανάλογα με το αν περιέχουν αλδεϋδική ομάδα ή κετονική, ενώ οι υπόλοιπες ομάδες είναι αλκοολικές. Όλες οι ε. είναι οπτικά ενεργές και για καθεμία από αυτές είναι γνωστά όλα τα δυνατά ισομερή, με βάση ότι οι αλδόζες έχουν τέσσερα ασύμμετρα άτομα άνθρακα και οι κετόζες τρία. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το σύνολο των ε. παρουσιάζει η γλυκόζη (αλδοεξόζη) και η φρουκτόζη (κετοεξόζη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • μεσοϊνοσιτόλη — η (βιοχ.) βιταμίνη τής ομάδας Β που έχει τον ίδιο τύπο με τις εξόζες και αποτελεί αυξητικό παράγοντα τής ζύμης και ορισμένων τρωκτικών, ενώ στον άνθρωπο συνιστά έναν λιποτρόπο παράγοντα, αλλ. βιταμίνη Β7 …   Dictionary of Greek

  • εξίτες — Εξασθενείς άκυκλες αλκοόλες με χημικό τύπο CH2OH – (CHOH)4CH2OH. Είναι άχρωμες κρυσταλλικές ουσίες, με γλυκιά γεύση, αδιάλυτες στον αιθέρα και εύκολα διαλυτές στο νερό και στην αλκοόλη. Έχουν τέσσερα ασύμμετρα άτομα άνθρακα, βρίσκονται σε δέκα… …   Dictionary of Greek

  • επιμερές — Ονομασία των ισομερών με το χαρακτηριστικό ότι η διάταξη στον χώρο του ατόμου υδρογόνου και του υδροξυλίου σε ένα από τα άτομα άνθρακα έχει αναστραφεί, για παράδειγμα, –HCOH– και –OHCH–. Η εμφάνιση ε. είναι συνηθισμένη σε σάκχαρα που το μόριό… …   Dictionary of Greek

  • μονοσακχαρίτες — Οργανικές ενώσεις της τάξης των υδατανθράκων. Οι μ. που συναντιούνται στη φύση περιέχουν πέντε ή έξι άτομα άνθρακα (πεντόζες ή εξόζες) και έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ή κετονική ομάδα, μαζί με αλκοολικές ομάδες. Είναι ουσίες κρυσταλλικές,… …   Dictionary of Greek

  • πεντόζες — Οργανικές ενώσεις, μονοσακχαρίτες (σάκχαρα), οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό τύπο C5H10O5 και περιέχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, άχροες, με γλυκιά γεύση. Οι π. είναι ανάλογες με τις εξόζες* και διακρίνονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”